- αρβανίτικος
- η , ο албанский;
§ αρβανίτικη φωτιά — большой костёр;
έχει ( — или είναι) αρβανίτικο κεφάλι — он очень упрям;
τον έπιασε τ' αρβανίτικο — он заупрямился
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αρβανίτικη φωτιά — большой костёр;
έχει ( — или είναι) αρβανίτικο κεφάλι — он очень упрям;
τον έπιασε τ' αρβανίτικο — он заупрямился
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρβανίτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στους Αρβανίτες ή προέρχεται απ αυτούς 2. φρ. α) «αρβανίτικο κεφάλι», για τον πείσμονα β) «αρβανίτικο γινάτι ή μπουρίνι», για το πείσμα γ) «τον έπιασε τ αρβανίτικο», τον έπιασε το πείσμα 3. το ουδ. ως ουσ. αρβανίτικος … Dictionary of Greek
αρβανίτικος — η, ο επίρρ. α 1. αλβανικός: Έφαγαν τυρί αρβανίτικο. 2. πεισματάρης: Αυτός έχει αρβανίτικο κεφάλι. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρβανίτικα, τα η αλβανική γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Arvanites — Total population est. 50,000 200,000 (see below) Regions with significant populations Attica, Peloponnese, Boeotia, Ep … Wikipedia
τσάμικος — Χορός της ηπειρωτικής Ελλάδας, που διαφέρει όμως κατά περιοχές: τ. της Ηπείρου, της Ρούμελης (ο κατεξοχήν τ.), της Πελοποννήσου και της βορειοδυτικής Θεσσαλίας. Άλλοτε χορεύεται με 12 και άλλοτε με 16 βασικά βήματα· εκτός από αυτά όμως υπάρχουν… … Dictionary of Greek
αλβανικός — αλβανικός, ή, ό και αρβανίτικος, η, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την Αλβανία: Τα αλβανικά προϊόντα είναι κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάμικος, -η — ο που έχει σχέση με τους Τσάμηδες, αρβανίτικος: Τσάμικος χορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)